κακόπους

κακόπους
κακόπους
with bad feet
masc/fem nom/voc sg (attic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κακόπους — κακόπους, ό, ή, ουδ. κακόπουν (Α) αυτός που έχει αδύνατα ή άσχημα πόδια («κακόπους ἱππος», Ξεν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + πους (< πούς, ποδός), πρβλ. ορθό πους, στερεό πους] …   Dictionary of Greek

  • κακόποδα — κακόπους with bad feet neut nom/voc/acc pl κακόπους with bad feet masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακόποδας — κακόπους with bad feet masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακόποδες — κακόπους with bad feet masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακ(ο)- — (AM κακ[ο] ) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής. Τα σύνθετα στα οποία εμφανίζεται είναι στο σύνολό τους σχεδόν προσδιοριστικού τύπου (δηλ. το α συνθετικό προσδιορίζει το β , πρβλ. κακο μούτσουνος, κακο ντυμένος) με… …   Dictionary of Greek

  • πους — Όρος που δηλώνει τη μετρική μονάδα των ελληνικών και λατινικών στίχων. Διακρίνουμε στους π. μία άρση (ισχυρή συλλαβή, συνήθως μακρά, στην οποία πέφτει ο ρυθμικός τόνος) και μία θέση (ασθενή συλλαβή). Η βραχεία συλλαβή (υ) υπολογιζόταν ως μετρική… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”